- αδιάγερτος
- -η, -ο και αδιάερτος και αδιάρετος και αγιάγερτος και αγιάερτος και αγάερτος1. (για χρήματα που δανείζονται και δεν επιστρέφονται, «για δανεικά κι αγύριστα») αυτός που δεν επιστρέφεται, δεν αποδίδεται, ανεπίστρεπτος2. (για τόπο, ιδιαίτερα τον άδη) αυτός από τον οποίο κανείς δεν επιστρέφει (με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό κατά παράλειψη τού ουσιαστικού τόπος).[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + *διαγερτός < διαγέρνω].
Dictionary of Greek. 2013.